δορυφόρος

  • IPA: /ðɔ.ɾi.ˈfɔ.rɔs/
  • δο·ρυ·φό·ρος

δορυφόρος m

  1. (geschiedenis) lansdrager, lijfwacht
  2. (astronomie) maan, satelliet
    «Η Σελήνη είναι ο φυσικός δορυφόρος της Γης.»
    De maan is de natuurlijke satelliet van de aarde.
  3. (techniek) kunstmaan, satelliet
    «Η χώρα μας έθεσε σε τροχιά τον τηλεπικοινωνιάκο δορυφόρο HELLAS-SAT.»
    Ons land heeft de telecommunicatiesatelliet HELLAS-SAT in omloop gebracht.