εποχή
- IPA: /ɛ.pɔ.ˈçi/
- Van het Oudgriekse ἐποχή.
εποχή v
- seizoen, jaargetijde
- «Για τις εύκρατες περιοχές του πλανήτη το έτος χωρίζεται τυπικά σε τέσσερις εποχές.»
- In de gematigde streken van de wereld wordt het jaar gewoonlijk verdeeld in vier seizoenen.
- «Για τις εύκρατες περιοχές του πλανήτη το έτος χωρίζεται τυπικά σε τέσσερις εποχές.»
- tijdperk, era
- «Ήταν κατά την εποχή του Περικλή που έφτασε το πανίσχυρο αθηναϊκό ναυτικό στην απόλυτη ακμή του, αποτελώντας τον κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής υπερδύναμης.»
- Het was in de tijd van Pericles dat de oppermachtige Atheense marine haar absolute hoogtepunt bereikte en de drijvende kracht werd achter de Atheense suprematie.
- «Ήταν κατά την εποχή του Περικλή που έφτασε το πανίσχυρο αθηναϊκό ναυτικό στην απόλυτη ακμή του, αποτελώντας τον κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής υπερδύναμης.»
- tijd, tijdsruimte met bepaalde kenmerken
- «Αυτό το κειμήλιο είναι της εποχής του παππού μου.»
- Dat erfstuk komt uit de tijd van mijn opa.
- «Θυμάμαι με νοσταλγία τις παλιές εποχές.»
- Ik denk met heimwee terug aan de oude tijden.
- «Πέρασε πια η εποχή που ο κάθε κρατικός υπάλληλος μπορούσε να αυθαιρετεί.»
- De tijd is voorbij toen elke overheidsbeambte nog zelf beslissingen kon nemen.
- «Αυτό το κειμήλιο είναι της εποχής του παππού μου.»
- (filosofie) epochè, het punt waarop de sceptische filosoof alle oordelen opschortte.
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | εποχή | εποχές |
genitief | εποχής | εποχών |
accusatief | εποχή | εποχές |
vocatief | εποχή | εποχές |