δυαδικό ψηφίο
- IPA: /ˌðʝaðiˈkɔ psiˈfiɔ/
- Letterlijk "binair cijfer"; een leenvertaling van het Engelse binary digit. Deze term wordt meestal samengetrokken tot δυφίο.
δυαδικό ψηφίο o
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | δυαδικό ψηφίο | δυαδικά ψηφία |
genitief | δυαδικού ψηφίου | δυαδικών ψηφίων |
accusatief | δυαδικό ψηφίο | δυαδικά ψηφία |
vocatief | δυαδικό ψηφίο | δυαδικά ψηφία |
- Latijnse transcriptie: dyadikó psifío