αεροπλάνο
- IPA: /aɛɾɔ'planɔ/
- Ontleend aan het Franse aéroplane ("vliegtuig").
αεροπλάνο o
- (verkeer) (luchtvaart) vliegtuig.
- «Το αεροπλάνο απογειώνεται / προσγειώνεται σε μία ώρα.»
- Het vliegtuig stijgt op / landt binnen één uur.
- «Το αεροπλάνο απογειώνεται / προσγειώνεται σε μία ώρα.»
- (figuurlijk), (slang) iemand die onder spanning staat, die geïrriteerd is.
- «Με αυτά που κάνουν μ' έχουν κάνει αεροπλάνο.»
- Met dat wat ze doen hebben ze me zenuwachtig gemaakt.
- «Με αυτά που κάνουν μ' έχουν κάνει αεροπλάνο.»
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
genitief | αεροπλάνου | αεροπλάνων |
accusatief | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
vocatief | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
- Latijnse transcriptie: aeropláno
- [1] αεροσκάφος
- [1] αεροπλανοφόρο