στηθόδεσμος
- IPA: /stiˈθɔðɛzˌmɔs/
στηθόδεσμος m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | στηθόδεσμος | στηθόδεσμοι |
genitief | στηθόδεσμου | στηθόδεσμων |
accusatief | στηθόδεσμο | στηθόδεσμους |
vocatief | στηθόδεσμε | στηθόδεσμοι |
- Latijnse transcriptie: stithódesmos
- (informeler) σουτιέν