σύνδεσμος

enkelvoud tweevoud meervoud
nominatief σύνδεσμος συνδέσμω σύνδεσμα
σύνδεσμοι
genitief συνδέσμου συνδέσμοιν συνδέσμων
datief συνδέσμῳ συνδέσμοιν συνδέσμοις
accusatief σύνδεσμον συνδέσμω σύνδεσμα
συνδέσμους
vocatief σύνδεσμε συνδέσμω σύνδεσμα
σύνδεσμοι

σύνδεσμος m

  1. band, binding
  2. hoofdband
  3. kluister
  4. (grammatica) voegwoord
    «μετὰ δὲ συνδέσμους, [...] ἀποδίδου τοὺς ἀκολουθοῦντας.»
    Wat betreft de voegwoorden, [...] gebruik de juiste.[1]
  • Latijnse transcriptie: sundesmos
  1. Anaximenes van Lampsakos
    geciteerd in:
    Brandenburg, P.
    Apollonios Dyskolos: Über das Pronomen; Einführung, Text, Übersetzung und Erläuterungen (2005) Walter de Gruyter, Berlin/Boston; p. 88; ISBN 9783598778346