αερόσακος
- IPA: /aɛˈɾɔsaˌkɔs/
- Samenstelling van αέρας ("lucht") en σάκος ("zak"). Dit is een leenvertaling van het Engelse airbag.
αερόσακος m
- airbag, botskussen
- «Μετά τη σύγκρουση όλοι βγήκαν σώοι, χάρη στη ζώνη ασφαλείας και τους αερόσακους που άνοιξαν.»
- Na de botsing kwam iedereen levend naar buiten, dankzij de veiligheidsgordel en de airbags die opengegaan waren.
- «Μετά τη σύγκρουση όλοι βγήκαν σώοι, χάρη στη ζώνη ασφαλείας και τους αερόσακους που άνοιξαν.»
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | αερόσακος | αερόσακοι |
genitief | αερόσακου | αερόσακων |
accusatief | αερόσακο | αερόσακους |
vocatief | αερόσακε | αερόσακοι |
- Latijnse transcriptie: aerósakos