αερόσακος

  • IPA: /aɛˈɾɔsaˌkɔs/

αερόσακος m

  1. airbag, botskussen
    «Μετά τη σύγκρουση όλοι βγήκαν σώοι, χάρη στη ζώνη ασφαλείας και τους αερόσακους που άνοιξαν.»
    Na de botsing kwam iedereen levend naar buiten, dankzij de veiligheidsgordel en de airbags die opengegaan waren.
  • Latijnse transcriptie: aerósakos