Σκοπιανός
Σκοπιανός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Σκοπιανός | Σκοπιανοί |
vocatief | Σκοπιανέ | |
accusatief | Σκοπιανό | Σκοπιανούς |
genitief | Σκοπιανού | Σκοπιανών |
Demoniemen bij Π.Γ.Δ.Μ. (Macedonië) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Σκλαβομακεδόνας, Σκοπιανός, Ακατονόμαστος • inwoonster: Σκλαβομακεδόνισσα, Σκοπιανή, Ακατονομάστη • bijvoeglijk: σκλαβομακεδονικός |