Ακατονόμαστος
Ακατονόμαστος m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Ακατονόμαστος | Ακατονόμαστοι |
vocatief | Ακατονόμαστε | |
accusatief | Ακατονόμαστο | Ακατονομάστους |
genitief | Ακατονομάστου | Ακατονομάστων |
Demoniemen bij Π.Γ.Δ.Μ. (Macedonië) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Σκλαβομακεδόνας, Σκοπιανός, Ακατονόμαστος • inwoonster: Σκλαβομακεδόνισσα, Σκοπιανή, Ακατονομάστη • bijvoeglijk: σκλαβομακεδονικός |