enkelvoud tweevoud meervoud
nominatief τάξῐς τάξει τάξεις
genitief τάξεως ταξέοιν τάξεων
datief τάξει ταξέοιν τάξεσῐ(ν)
accusatief τάξῐν τάξει τάξεις
vocatief τάξῐ τάξει τάξεις
Ionisch, Episch enkelvoud tweevoud meervoud
nominatief τάξῐς τάξιε τάξιες
genitief τάξιος ταξίοιν ταξίων
datief τάξῑ
τάξει
ταξίοιν τάξῐσῐ(ν)
ταξίεσῐ(ν)
τάξεσῐ(ν)
accusatief τάξῐν τάξιε τάξῑς
τάξιᾰς
vocatief τάξι τάξιε τάξιες

τάξις v

  1. orde
  2. ordening
  3. regelmaat
  • Latijnse transcriptie: taksis