καινούριος

  • IPA: /cɛ.ˈnu.ɾʝos/
enkelvoud
m v o
nominatief καινούριος καινούρια καινούριο
genitief καινούριου καινούριας καινούριου
accusatief καινούριο καινούρια καινούριο
vocatief καινούριε καινούρια καινούριο
meervoud
nominatief καινούριοι καινούριες καινούρια
genitief καινούριων καινούριων καινούριων
accusatief καινούριους καινούριες καινούρια
vocatief καινούριοι καινούριες καινούρια

καινούριος

  1. nieuw
    «Ήρθε στην πολυκατοικία καινούριος ένοικος.»
    Er is een nieuwe bewoner naar het appartementsgebouw gekomen.
  2. nieuw, volgend
    «Τι περιμένετε από τον καινούριο χρόνο;»
    Wat verwachten jullie van het nieuwe jaar?
  • Latijnse transcriptie: kainoúrios