υπερωρία
υπερωρία v
- overwerk, overuren
- «Οι υπερωρίες, παρόλο που χρεώνονται με ένσημα, δεν υπολογίζονται σαν συντάξιμες.»
- Hoewel overuren met stempels aangerekend worden, worden zij niet meegeteld als pensioengevend.
- «Οι υπερωρίες, παρόλο που χρεώνονται με ένσημα, δεν υπολογίζονται σαν συντάξιμες.»
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | υπερωρία | υπερωρίες |
genitief | υπερωρίας | υπερωριών |
accusatief | υπερωρία | υπερωρίες |
vocatief | υπερωρία | υπερωρίες |
- Latijnse transcriptie: iperoría