σερφάρω
- IPA: /sɛrˈfarɔ/
σερφάρω
- (informatica), (informeel) surfen (op het internet)
- «Όλη μέρα σερφάρει στο ίντερνετ.»
- Hij surft de hele dag op het internet.
- «Όλη μέρα σερφάρει στο ίντερνετ.»
- (sport), (weinig gebruikt) surfen (op de golven)
- «Δεν έχει κύμα για να σερφάρουμε σήμερα.»
- Vandaag zijn er geen golven waarop we kunnen surfen.
- «Δεν έχει κύμα για να σερφάρουμε σήμερα.»
- Latijnse transcriptie: serfáro
- [1] πλοηγώ (στο διαδίκτυο)
- [2] κάνω σέρφινγκ
- [1] Deze term is niet officieel, maar wordt in de praktijk veel gebruikt, voornamelijk in de vaktaal van informatici en internetters.