κορωνοϊός

κορωνοϊός m

  1. (medisch) coronavirus
    «Την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει μπει σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση του κορωνοϊού, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που ακολουθούν μια πιο ήπια στάση.[1]»
    Hoewel het grootste deel van Europa aan strikt beperkende maatregelen onderworpen is in verband met de verspreiding van het coronavirus, zijn er enkele uitzonderingen die een mildere houding aannemen.