κορωνοϊός
κορωνοϊός m
- (medisch) coronavirus
- «Την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει μπει σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση του κορωνοϊού, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που ακολουθούν μια πιο ήπια στάση.[1]»
- Hoewel het grootste deel van Europa aan strikt beperkende maatregelen onderworpen is in verband met de verspreiding van het coronavirus, zijn er enkele uitzonderingen die een mildere houding aannemen.
- «Την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει μπει σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση του κορωνοϊού, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που ακολουθούν μια πιο ήπια στάση.[1]»
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | κορωνοϊός | κορωνοϊοί |
vocatief | κορωνοϊέ | |
accusatief | κορωνοϊό | κορωνοϊούς |
genitief | κορωνοϊού | κορωνοϊών |
- ↑ Αρσενίου, Γ. (26 maart 2020). Κορωνοϊός: Η πιο περίεργη αντίδραση στην Ευρώπη -Η Σουηδία, παρά τα χιλιάδες κρούσματα, δεν παίρνει περιοριστικά μέτρα, Η Εφεμερίδα.