Νοτιοαφρικάνος
Νοτιοαφρικάνος m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Νοτιοαφρικάνος | Νοτιοαφρικάνοι |
vocatief | Νοτιοαφρικάνε | |
accusatief | Νοτιοαφρικάνο | Νοτιοαφρικάνους |
genitief | Νοτιοαφρικάνου | Νοτιοαφρικάνων |
Demoniemen bij Νότια Αφρική (Zuid-Afrika) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Νοτιοαφρικανός, Νοτιοαφρικάνος • inwoonster: Νοτιοαφρικανή, Νοτιοαφρικάνα • bijvoeglijk: νοτιοαφρικανικός, νοτιοαφρικάνικος |