Μαροκινός
Μαροκινός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Μαροκινός | Μαροκινοί |
vocatief | Μαροκινέ | |
accusatief | Μαροκινό | Μαροκινούς |
genitief | Μαροκινού | Μαροκινών |
Demoniemen bij Μαρόκο (Marokko) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Μαροκινός • inwoonster: Μαροκινή • bijvoeglijk: μαροκινός |