Δομινικανός
Δομινικανός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Δομινικανός | Δομινικανοί |
genitief | Δομινικανού | Δομινικανών |
accusatief | Δομινικανό | Δομινικανούς |
vocatief | Δομινικανέ | Δομινικανοί |
Demoniemen bij Δομινικανή Δημοκρατία (Dominicaanse Republiek) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Δομινικανός • inwoonster: Δομινικανή • bijvoeglijk: δομινικανός |