• IPA: iˈðrovios
enkelvoud
m v o
nominatief υδρόβιος υδρόβια υδρόβιο
genitief υδρόβιου υδρόβιας υδρόβιου
accusatief υδρόβιο υδρόβια υδρόβιο
vocatief υδρόβιε υδρόβια υδρόβιο
meervoud
nominatief υδρόβιοι υδρόβιες υδρόβια
genitief υδρόβιων υδρόβιων υδρόβιων
accusatief υδρόβιους υδρόβιες υδρόβια
vocatief υδρόβιοι υδρόβιες υδρόβια

υδρόβιος

  1. waterig, aquatisch