άδεια οδήγησης
άδεια οδήγησης v
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |
genitief | άδειας οδήγησης | αδειών οδήγησης |
accusatief | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |
vocatief | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |
άδεια οδήγησης v
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |
genitief | άδειας οδήγησης | αδειών οδήγησης |
accusatief | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |
vocatief | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης |