Τουβαλουανός
Τουβαλουανός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Τουβαλουανός | Τουβαλουανοί |
vocatief | Τουβαλουανέ | |
accusatief | Τουβαλουανό | Τουβαλουανούς |
genitief | Τουβαλουανού | Τουβαλουανών |
Demoniemen bij Τουβαλού (Tuvalu) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Τουβαλουανός • inwoonster: Τουβαλουανή • bijvoeglijk: τουβαλουανός |