Σουαζιλανδός
Σουαζιλανδός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Σουαζιλανδός | Σουαζιλανδοί |
vocatief | Σουαζιλανδέ | |
accusatief | Σουαζιλανδό | Σουαζιλανδούς |
genitief | Σουαζιλανδού | Σουαζιλανδών |
Demoniemen bij Σουαζιλανδία (Swaziland) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Σουαζιλανδός • inwoonster: Σουαζιλανδή • bijvoeglijk: σουαζιλανδικός |