Πορτορικάνος
Πορτορικάνος m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Πορτορικάνος | Πορτορικάνοι |
vocatief | Πορτορικάνε | |
accusatief | Πορτορικάνο | Πορτορικάνους |
genitief | Πορτορικάνου | Πορτορικάνων |
Demoniemen bij Πουέρτο Ρίκο (Puerto Rico) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Πορτορικανός, Πορτορικάνος • inwoonster: Πορτορικανή, Πορτορικάνα • bijvoeglijk: πορτορικανικός, πορτορικάνικος |