Μεξικανός
Μεξικανός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Μεξικανός | Μεξικανοί |
vocatief | Μεξικανέ | |
accusatief | Μεξικανό | Μεξικανούς |
genitief | Μεξικανού | Μεξικανών |
Demoniemen bij Μεξικό (Mexico) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Μεξικανός, Μεξικάνος • inwoonster: Μεξικανή, Μεξικάνα • bijvoeglijk: μεξικανικός, μεξικάνικος |