Κεντροαφρικανός
Κεντροαφρικανός m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | Κεντροαφρικανός | Κεντροαφρικανοί |
vocatief | Κεντροαφρικανέ | |
accusatief | Κεντροαφρικανό | Κεντροαφρικανούς |
genitief | Κεντροαφρικανού | Κεντροαφρικανών |
Demoniemen bij Κεντροαφρικανή Δημοκρατία (Centraal-Afrikaanse Republiek) in het Grieks | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
inwoner: Κεντροαφρικανός • inwoonster: Κεντροαφρικανή • bijvoeglijk: κεντροαφρικανός |