ηλεκτρικός

enkelvoud
m v o
nominatief ηλεκτρικός ηλεκτρική ηλεκτρικό
genitief ηλεκτρικού ηλεκτρικής ηλεκτρικού
accusatief ηλεκτρικό ηλεκτρική ηλεκτρικό
vocatief ηλεκτρικέ ηλεκτρική ηλεκτρικό
meervoud
nominatief ηλεκτρικοί ηλεκτρικές ηλεκτρικά
genitief ηλεκτρικών ηλεκτρικών ηλεκτρικών
accusatief ηλεκτρικούς ηλεκτρικές ηλεκτρικά
vocatief ηλεκτρικοί ηλεκτρικές ηλεκτρικά

ηλεκτρικός

  1. elektrisch
  • Latijnse transcriptie: ilektrikós