ζωγραφίζω
- IPA: /zo.ɣra.ˈfi.zo/
ζωγραφίζω
- tekenen
- «Μου αρέσει να ζωγραφίζω δέντρα στα σχολικά μου βιβλία.»
- Ik teken graag bomen op mijn schoolboeken.
- «Μου αρέσει να ζωγραφίζω δέντρα στα σχολικά μου βιβλία.»
- schilderen
- Latijnse transcriptie: zografízo