ζωγραφίζω

  • IPA: /zo.ɣra.ˈfi.zo/

ζωγραφίζω

  1. tekenen
    «Μου αρέσει να ζωγραφίζω δέντρα στα σχολικά μου βιβλία.»
    Ik teken graag bomen op mijn schoolboeken.
  2. schilderen
  • Latijnse transcriptie: zografízo